ἐπαγγελία — ἐπαγγελίᾱ , ἐπαγγελία command fem nom/voc/acc dual ἐπαγγελίᾱ , ἐπαγγελία command fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγγελία — η (Α ἐπαγγελία) [επαγγέλλομαι] 1. υπόσχεση, διαβεβαίωση 2. φρ. «γη τής επαγγελίας» η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «δημόσια επαγγελία» δημόσια… … Dictionary of Greek
ἐπαγγελίᾳ — ἐπαγγελίαι , ἐπαγγελία command fem nom/voc pl ἐπαγγελίᾱͅ , ἐπαγγελία command fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγελίας — ἐπαγγελίᾱς , ἐπαγγελία command fem acc pl ἐπαγγελίᾱς , ἐπαγγελία command fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγελίαι — ἐπαγγελία command fem nom/voc pl ἐπαγγελίᾱͅ , ἐπαγγελία command fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγελίαν — ἐπαγγελίᾱν , ἐπαγγελία command fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эпаггелия — • Έπαγγελία, называлось в Афинах высказанное в народном собрании, иногда подкрепленное клятвою заявление о желании начать против кого нибудь уголовный процесс (δοκιμασίαν τινι επαγγέλλειν) особенно против ораторов и государственных… … Реальный словарь классических древностей
ἐπαγγελιῶν — ἐπαγγελία command fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγελίαις — ἐπαγγελία command fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγελίης — ἐπαγγελία command fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)